- νεφελοειδής
- -ές (ΑΜ νεφελοειδής, -ές)1. αυτός που μοιάζει με νεφέλη, ο νεφελώδης2. (για ούρα) θολός, σκοτεινός, μη διαυγής, αυτός που παρουσιάζει νεφέλιονεοελλ.φρ. α) «νεφελοειδείς αστέρες»αστρον. τα νεφελώματαβ) «πλανητικοί νεφελοειδείς» (ενν. αστέρες)αστρον. είδος νεφελωμάτων που αποτελούνται από αέρια τα οποία έχουν εκτοξευθεί σχετικά πρόσφατα από αστέρες στα τελευταία στάδια εξέλιξής τους, βρίσκονται σε τεράστιες αποστάσεις από το ηλιακό μας σύστημα και εμφανίζουν πολύ πιο κανονική μορφή —συνήθως δίσκου ή δακτυλίου— από ό,τι τα άλλα νεφελώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.